Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Διαμαρτυρία για το πολυμονοσχέδιο από το περιφερειακό τμήμα Κρήτης της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδας



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το Διοικητικό Συμβούλιο του 13ου Περιφερειακού τμήματος της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδας, εκφράζει την έντονη διαμαρτυρία του,  μετά την πρόσφατη κατάθεση πολυνομοσχεδίου όπου τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας-κινητικότητας και απόλυσης 2482 εκπαιδευτικοί, 52 ειδικοτήτων και όπου μεταξύ άλλων ειδικοτήτων καταργούνται οι Τομείς Υγείας και Πρόνοιας των Επαγγελματικών Λυκείων. Στα επαγγελματικά Λύκεια της Κρήτης, η αξία του εκπαιδευτικού έργου που προσέφεραν οι ειδικότητες αυτές αντανακλάται στη μεγάλη ζήτηση των Σχολών αυτών από τους μαθητές. 

Η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και πρέπει να παρέχεται δωρεάν από το κράτος σε όλους. Δεν είναι μέσο πλουτισμού και δεν είναι προνόμιο για λίγους.

Επίσης εκφράζει την έντονη διαμαρτυρία του και δηλώνει αντίθετο στη φημολογούμενη μετακίνηση-απόλυση νοσηλευτικού προσωπικού, λόγω κατάργησης των θέσεων στα οργανογράμματα των υπηρεσιών Υγείας. 

Σε μία χώρα που έχει μία από τις μικρότερες παγκοσμίως, αναλογία νοσηλευτών προς ασθενείς και σε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας που παραπαίει ανάμεσα στην ιδιωτικοποίηση και στη συρρίκνωση χωρίς να υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός με βάση τις υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού και με μόνο γνώμονα την εξοικονόμηση πόρων, οι νοσηλευτές είτε ως εκπαιδευτικοί είτε ως εργαζόμενοι έχουν καταντήσει άθυρμα στα χέρια των «ειδικών» που αποσπασματικά και σε κατάσταση πανικού προσπαθούν να εξοικονομήσουν τα κονδύλια που οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν με τον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και την πάταξη των φαινομένων διαφθοράς και πλουτισμού που παρατηρούνται στο Σύστημα Υγείας. 

Στις μέρες μας φαντάζει ίσως αστείο το Ψήφισμα 1946 (2013) του Συμβουλίου της Ευρώπης για «Ισότιμη πρόσβαση στο σύστημα υγείας». Σε αυτό, αναφέρονται μεταξύ άλλων: «Το δικαίωμα στην υγεία είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Η προστασία της υγείας είναι ένας βασικός παράγοντας για την κοινωνική συνοχή και την οικονομική σταθερότητα, και αντιπροσωπεύει ένα από τα απαραίτητα στηρίγματα για την ανάπτυξη. Η πρόσβαση στην περίθαλψη είναι ένας βασικός παράγοντας στο δικαίωμα της υγείας. Η κοινοβουλευτική συνέλευση παρατηρεί ότι οι ανισότητες στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αυξάνονται Διάφορες συνιστώσες είναι η πηγή του φαινομένου, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, γεωγραφικών και γλωσσικών περιορισμών, της διαφθοράς, κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και συγκεκριμένων μεταναστευτικών και πολιτικών ασφάλειας που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τις ανάγκες στην υγεία». 

Στην Ελλάδα, τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης δείχνουν ότι μόνο μέσα σε πέντε μήνες, από τον Δεκέμβριο του 2012 μέχρι τον Μάιο της φετινής χρονιάς, εγκατέλειψαν τα Δημόσια Νοσοκομεία 4.006 εργαζόμενοι, είτε με συνταξιοδότηση είτε μεταναστεύοντας. Ενώ τον Δεκέμβριο του 2012 υπήρχαν 94.208 άτομα, τον Μάιο του 2013 μειώθηκαν στα 90.214. 

Σε ένα σύστημα Υγείας όπου η αναλογία των προσλήψεων-αποχωρήσεων δεν είναι 1 προς 10, όπως θέλουν να δηλώνουν οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά 1 προς 24, οι αλλεπάλληλες αποχωρήσεις οδηγούν τα δημόσια νοσοκομεία σε δραματική συρρίκνωση, αφού υπολογίζεται ότι στο τέλος του 2013 δεν θα εργάζονται σε αυτά ούτε 85.000 άτομα, όταν μόλις πριν από 5 χρόνια ήταν κοντά στις 115.000, όπως είχε προκύψει από την απογραφή που είχε γίνει.

Συνέπεια είναι να φθίνει μέρα με τη μέρα η εξυπηρέτηση των χιλιάδων ασθενών, οι οποίοι σπεύδουν στις δημόσιες δομές λόγω έλλειψης χρημάτων (αύξηση προσέλευσης 30% τα τελευταία 2 χρόνια). Και χωρίς βεβαίως να υπολογίσει κανείς ότι τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα παρουσιάζουν ήδη έλλειψη προσωπικού (κοντά στο 20% με 30%),


Και όλα αυτά βέβαια όταν πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) δείχνει ξεκάθαρα ότι η υγεία των Ελλήνων υποβαθμίζεται λόγω της κρίσης και μάλιστα η συρρίκνωση της υγειονομικής δαπάνης έχει τραγικές επιπτώσεις ιδιαίτερα στους χρόνιους ασθενείς, οι οποίοι κινδυνεύουν από πρόωρη ανικανότητα-ακόμη και θάνατο. Αγαπητοί συμπολίτες, Εθνικό Σύστημα Υγείας δωρεάν και ποιοτικό μπορεί να υπάρξει, όχι μειώνοντας το προσωπικό και αναγκάζοντας εσάς να αναλάβετε χρέη αποκλειστικής φροντίδας για τον άνθρωπό σας, αλλά δημιουργώντας τους μηχανισμούς εκείνους που θα αποτρέψουν τη διαφθορά και την οικονομική σπατάλη αναπτύσσοντας παράλληλα μέσα από την εκπαίδευση και την αντικειμενική αξιολόγηση, την ποιότητα στις υπηρεσίες αυτές.

                                       Για το ΔΣ  του Π.Τ Κρήτης της Ε.Ν.Ε.   
                            
 Ο Πρόεδρος                                   Ο Γεν. Γραμματέας
 

                                Ροβίθης Μιχαήλ                                Σταυρουλάκης Στυλιανός

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Επιστολή σχετικά με την παράνομη ανάθεση αιμοληψιών σε νοσηλευτές

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΕΣΥ
ΝOMOY ΛΑΣΙΘΙΟΥ
Κνωσού 4 Άγ. Νικόλαος
synolas@gmail.com
ΠΡΟΣ 1) το διοικητή Γ.Ν. ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΝ. Κ.Υ. ΙΕΡΑΠΕΤΡΑς, ΓΝ -ΚΥ ΣΗΤΕΙΑΣ, Ν-ΚΥ ΝΕΑΠΟΛΗΣ "ΔΙΑΛΥΝΑΚΕΙΟ" κ. Αλ. Μαυρικάκη
            2) ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Ν.Υ. ΤΟΥ Γ.Ν. ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
  Κοινοποίηση: -ΠΑΣΥΝΟ - ΕΣΥ
                         -ΕΝΕ Π.Τ. Κρήτης
                          -Σύλλογο Εργαζομένων Νοσοκομείου Ιεράπετρας

Θέμα: « Παράνομη η  ανάθεση αιμοληψιών σε νοσηλευτές»
  11/7/13
Μας κοινοποιήθηκε το συνημμένο έγγραφο σας με αρ. πρωτ. 472/47-13 σχετικά με τη διενέργεια αιμοληψιών στο Νοσοκομείο Ιεράπετρας και θα θέλαμε να σας κάνουμε γνωστά τα παρακάτω: 
 Η διενέργεια αιμοληψίας σε νοσηλευόμενο ασθενή αποτελεί καθημερινό φαινόμενο στα Νοσοκομεία όλης της χώρας. Πρόκειται για μια διαδικασία που οφείλει να ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες, ενώ, ως υπαλληλική αρμοδιότητα, ανατίθεται εκ του νομοθέτη σε συγκεκριμένο προσωπικό. Δεν είναι, ωστόσο, λίγες οι φορές, όπου η αιμοληψία, ανατίθεται παρανόμως σε Νοσηλευτές και Νοσηλεύτριες. Δοθέντος ότι η ανωτέρω εντελώς αυθαίρετη και παράνομη τακτική τείνει, σε πολλές περιπτώσεις, να λάβει γενικευμένο χαρακτήρα, ώστε ατύπως να μετατραπεί σε κανόνα γενικής και αμέσου εφαρμογής, ο Σύλλογος Νοσηλευτών ΕΣΥ αισθάνεται χρέος της να παρέμβει επί του ζητήματος, επισημαίνοντας τα κάτωθι :
 Όπως είναι γνωστό, τα καθήκοντα, οι αρμοδιότητες και τα επαγγελματικά δικαιώματα του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων είναι προσδιορισμένα νομοθετικώς κατά κλάδο και ειδικότητα. Κατ’αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο πλέον ορθολογικός τρόπος κατανομής εργασιών, που στηρίζεται στην εξειδίκευση κάθε υπαλλήλου με βάση τα τυπικά προσόντα του. 
Στο πλαίσιο  της ανωτέρω ορθολογικής διαχείρισης  του ανθρώπινου δυναμικού κατά κλάδο, εξεδόθη το Προεδρικό Διάταγμα 351/1989, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων των τμημάτων Νοσηλευτικής, ήτοι όσων φέρουν τον νομοθετικώς κατοχυρωμένο επαγγελματικό τίτλο του Νοσηλευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5§2Α του Νόμου 1579/1985.
Το άρθρο 1 του  εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος, περιγράφει τα συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα που απονέμονται στους Νοσηλευτές.
Τονίζεται, ότι η απαρίθμηση είναι ειδική και περιοριστική, μη επιδεχόμενη, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε διασταλτική ερμηνευτική εκδοχή.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ότι μεταξύ των ρητώς περιγραφομένων επαγγελματικών δικαιωμάτων των Νοσηλευτών του άρθρου 1 δεν συγκαταλέγεται η αιμοληψία. Η εν λόγω πράξη εκφεύγει, λοιπόν, του κύκλου των καθηκόντων των Νοσηλευτών, σύμφωνα με την ρητή βούληση του νομοθέτη.
Η μοναδική εξαίρεση που θα μπορούσε να συναχθεί ερμηνευτικώς, υπαγόμενη στην περίπτωση της παραγράφου 2.2.1, αφορά την εφαρμογή πρωτοκόλλου επειγουσών ενεργειών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί κάποιο οξύ συμβάν. Με άλλα λόγια, δύναται Νοσηλευτής να επιφορτιστεί με την διενέργεια αιμοληψίας μόνον σε περίπτωση οξέος συμβάντος, κατά την διαδικασία εφαρμογήςπρωτοκόλλου επειγουσών ενεργειών (φυσικές καταστροφές κτλ). Όπως γίνεται αντιληπτό, η διενεργούμενη στο αμέσως παραπάνω πλαίσιο αιμοληψία εκ μέρους Νοσηλευτών, αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα περί επαγγελματικών δικαιωμάτων των Νοσηλευτών, όπως αυτός καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Προεδρικού Διατάγματος 351/1989. Ως εξαίρεση, τεκμαίρεται ότι θα πρέπει να τυγχάνει περιορισμένης εφαρμογής, ώστε να επιβεβαιώνεται ο κανόνας που επιβάλλει την μη ανάθεση διενέργειας αιμοληψιών στους Νοσηλευτές.
Περαιτέρω, τονίζεται ότι η διενέργεια αιμοληψίας δεν δύναται να θεωρηθεί αρμοδιότητα των Νοσηλευτών με βάση την διάταξη του άρθρου 1§3.5 του Π.Δ. 351/1989, καθώς η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε «κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που εμφανίζεται στο αντικείμενο της ειδικότητάς τους με την εξέλιξη της τεχνολογίας». Είναι προφανές, ότι η συγκεκριμένη διάταξη επιχειρεί να προκαταλάβει τις όποιες τεχνολογικές ή επιστημονικές εξελίξεις που πρόκειται να επακολουθήσουν και που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την διενέργεια των νοσηλευτικών πράξεων. Συνεπώς, με την διάταξη αυτή δεν δύναται να προστεθεί η αιμοληψία στα επαγγελματικά καθήκοντα των Νοσηλευτών, καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία υπάρχει και εφαρμόζεται παλαιόθεν. 
Τα ανωτέρω  ερμηνευτικά πορίσματα επανέλαβε  στο διατακτικό της και η υπ’αριθμ. 2264/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε μετέπειτα από την υπ’αριθμ. 4978/1997 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικώς τα ακόλουθα :
Η εργασία των  τεχνολόγων – παρασκευαστών είναι και η διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων, η οποία αρχίζει με την λήψη αίματος και γίνονται και οι δύο (αιματοληψία και αιματολογική εξέταση) με την επίβλεψη και την ευθύνη των ιατρών που έχουν την ειδικότητα αυτή και οι οποίοι δίδουν τις απαραίτητες οδηγίες και κατευθύνσεις στους τεχνολόγους - παρασκευαστές, όταν παραστεί ανάγκη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι τεχνολόγοι – παρασκευαστές έχουν τις κατάλληλες γνώσεις εφόσον είναι απόφοιτοι σχολών αυτής της ειδικότητας, αλλά έχουν και την εμπειρία, λόγω της καθημερινής σε μεγάλο αριθμό λήψης αίματος και αιματολογικών εξετάσεων. Επιπλέον, από τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 467/1987, προκύπτει ότι οι τεχνολόγοι – παρασκευαστές επιτελούν κάθε αιμοληψία που γίνεται στο νοσοκομείο όπου υπηρετούν χωρίς να γίνεται διάκριση για εξωτερικούς ασθενείς και για εσωτερικούς, δηλαδή ασθενείς που βρίσκονται στους θαλάμους αυτού.
Όπως σαφώς  προκύπτει από το σκεπτικό της  εφετειακής απόφασης, η αιμοληψία  στο χώρο των νοσοκομείων αποτελεί  αρμοδιότητα των τεχνολόγων – παρασκευαστών και όχι των Νοσηλευτών.
Ενόψει των  ανωτέρω, η αιμοληψία δεν εμπίπτει στο πεδίο των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του κλάδου των Νοσηλευτών. Επιπροσθέτως, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η αιμοληψία είναι περιγεγραμμένη και κοστολογημένη ιατρική πράξη (Π.Δ 427/1991), γεγονός που δεν αφήνει ερωτηματικά περί της αρμοδιότητας ή όχι και των ιατρών αναφορικά με τη διενέργεια των αιμοληψιών.
 Εντεύθεν, οι Νοσηλευτές, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 30§1 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 2683/1999), σύμφωνα με το οποίο «ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητάς του», δεν υποχρεούνται στη διενέργεια ή τη συμμετοχή στο έργο των αιμοληψιών. Άλλωστε, η εκτέλεση των καθηκόντων αφορά την άσκηση της αρμοδιότητας, δηλαδή της εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπάλληλο.
Πρόκειται δηλαδή και για δημόσιο δικαίωμα, αφού η αρμοδιότητα αποτελεί λειτουργικό δικαίωμα. Ως εκ τούτου, ουδείς προϊστάμενος δικαιούται να επιφέρει μεταβολή στην άσκηση των καθηκόντων των υφισταμένων του υπαλλήλων, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 30§2,3 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, σε περιπτώσεις επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλο τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντά του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση. Η κατά την παρ. 2 ανάθεση επιτρέπεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μήνες και μετά από αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου έως έξι (6) μήνες ακόμη.
Όπως σαφώς  προκύπτει, αναγκαία προϋπόθεση για  την ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων άλλου κλάδου ή άλλης ειδικότητας  είναι η ύπαρξη επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης, δηλαδή ανεπίδεκτης αναβολής λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της, καθώς και η αδυναμία κάλυψης της εν λόγω ανάγκης με άλλο τρόπο, δηλαδή ανυπαρξία ή πρόσκαιρη αδυναμία αρμόδιου υπαλλήλου για να αντιμετωπισθεί η ανάγκη, κάτι που στην περίπτωση του Νοσοκομείου Ιεράπετρας δείχνει να μην υφίσταται.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 30 θέτει απαράβατα όρια διάρκειας της ανάθεσης. Η τυχόν παράνομη συνέχιση της ανάθεσης πέραν των θεσπισμένων ανώτατων χρονικών ορίων θεμελιώνει αστική ευθύνη ένεκα παράνομου εξαναγκασμού του υπαλλήλου σε παροχή πρόσθετης εργασίας (Διοικητικό Εφετείο Πατρών 25/1995).
Είναι σαφές, ότι  η ανάθεση κάθε εργασίας σχετικής με αιμοληψία σε Νοσηλευτή, διέπεται σε κάθε περίπτωση από τις περιοριστικές διατάξεις του άρθρου 30 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.
Με βάση τις  παραπάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογιακά πορίσματα, ο  Σύλλογος Νοσηλευτών ΕΣΥ ν. Λασιθίου  τονίζει για ακόμη μια φορά ότι η διενέργεια αιμοληψιών δεν αποτελεί καθήκον ή αρμοδιότητα των Νοσηλευτών. Οποιαδήποτε αντίθετη πρακτική, που καθιερώνει την συστηματική ανάθεση αιμοληψιών σε Νοσηλευτές, είναι παράνομη και καταχρηστική, ενώ αντιβαίνει πλήρως το εκ της υπ’αριθμ. 4978/1997 απόφασης του Εφετείου Αθηνών απορρέον δεδικασμένο.

   Για το Διοικητικό Συμβούλιο
η πρόεδρος        ο Γραμματέας
Ελπίδα Τζημούλη        Γιώργος Μανουσάκης

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Eπιστολή του Συλλόγου Νοσηλευτών ΕΣΥ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΕΣΥ
Ν. ΛΑΣΙΘΙΟΥ

Προς: Διοικητή ΓΝΑΝ
         Διευθύντρια Νοσηλευτικής Υπηρεσίας ΓΝΑΝ
         
    
κοινοποίηση:   ΠΑΣΥΝΟ ΕΣΥ
                     ΕΝΕ Π.Τ. Κρήτης
                                     
6/7/13
Συνεδρίασε την Παρασκευή 5/7/13 το ΔΣ του Συλλόγου Νοσηλευτών ΕΣΥ ν. Λασιθίου και αποφάσισε να αποστείλει την παρούσα επιστολή.

Ενημερωθήκαμε για την προσπάθεια μετακίνησης του νοσηλευτή (και γραμματέα του συλλόγου μας) Γιώργου Μανουσάκη από το τμήμα στο οποίο εργάζεται (χειρουργείο) σε διαφορετικό λόγω σχετικού αιτήματος ιατρού, αίτημα  που δε σχετίζεται με λόγους επαγγελματικής επάρκειας του συναδέλφου νοσηλευτή.

Άποψη του ΔΣ του συλλόγου μας είναι ότι για τις μετακινήσεις του νοσηλευτικού προσωπικού η αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στη νοσηλευτική υπηρεσία και τα κριτήρια για τις μετακινήσεις πρέπει να σχετίζονται με τις ανάγκες των νοσηλευτικών τμημάτων και τις δυνατότητες επαγγελματικής επάρκειας των νοσηλευτών, κριτήρια που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν δικαιολογούν τη μετακίνηση του συναδέλφου.

Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, παραθέτουμε  απόσπασμα από το άρθρο "Αυτονομία νοσηλευτικής υπηρεσίας" της δικηγόρου, Νομικής Σύμβουλου ΕΝΕ Ελένης Παπαγεωργίου, από το τεύχος Ιανουαρίου Φεβρουαρίου 2013 του περιοδικού "ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ" που εκδίδει η ΠΑΣΥΝΟ ΕΣΥ:

"Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση της βασικής νομοθεσίας για το Εθνικό  Σύστημα υγείας και δυστυχώς ακόμη, παρατηρούνται φαινόμενα υποτίμησης της νοσηλευτικής υπηρεσίας των νοσοκομείων και παράνομων επεμβάσεων στη λειτουργία της.
1. Η ανεξαρτησία Ιατρικής και νοσηλευτικής υπηρεσίας
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του πδ 87/1986 όπως  ισχύει σήμερα: «1. Κάθε Νοσοκομείο απαρτίζεται  σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του  άρθρου 10 του νόμου 1397/83, από τρεις υπηρεσίες  α) την ιατρική, β) την Νοσηλευτική και γ) την διοικητική. 2. Κάθε υπηρεσία έχει την δική της ξεχωριστή συγκρότηση και ιεραρχική διάρθρωση. Οι τρεις  υπηρεσίες είναι μεταξύ τους ιεραρχικά ισότιμες και υπάγονται ιεραρχικά στον Πρόεδρο του διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου». Στο άρθρο  10 του ιδίου νομοθετήματος προβλέπεται: «1. Αρμοδιότητες της ιατρικής Υπηρεσίας είναι: η προώθηση και προαγωγή της υγείας, της έρευνας και  της εκπαίδευσης, η παροχή υπηρεσιών υγείας και  ο προγραμματισμός και ο έλεγχος των παρεχόμενων υπηρεσιών. 2. Αρμοδιότητες της Νοσηλευτικής  Υπηρεσίας είναι: η παροχή νοσηλείας στους αρρώστους, σύμφωνα με τα διδάγματα της νοσηλευτικής και στο πλαίσιο των κατευθύνσεων των υπευθύνων σε κάθε περίπτωση γιατρών, η προώθηση και προαγωγή της νοσηλευτικής και της εκπαίδευσης στον τομέα αυτό, και ο προγραμματισμός και ο έλεγχος των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Σε όλους τους Οργανισμούς των Νοσοκομείων προβλέπεται ξεχωριστή συγκρότηση και διάρθρωση καθεμίας από τις Υπηρεσίες: ιατρική, Νοσηλευτική, Τεχνική και διοικητική. Οι Υπηρεσίες είναι μεταξύ τους ισότιμες και υπάγονται στον διοικητή - Πρόεδρο του ΔΣ του Νοσοκομείου. 
Από την κείμενη νομοθεσία επομένως συνάγεται με απόλυτη σαφήνεια η ισοτιμία, η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία των διαφόρων υπηρεσιών των νοσοκομείων και το διακριτό των  αρμοδιοτήτων τους.  η Νοσηλευτική Υπηρεσία, της οποίας προΐσταται η διευθύντρια Νοσηλευτικής Υπηρεσίας, είναι απόλυτα αυτόνομη από τις λοιπές Υπηρεσίες -μεταξύ των οποίων και η ιατρική- και αποκλειστικά αρμόδια για τα θέματα ελέγχου, προγραμματισμού και εποπτείας της παροχής νοσηλείας στους ασθενείς και για όλα τα ζητήματα που συνέχονται με αυτή, με σκοπό πάντοτε την εύρυθμη λειτουργία της και την παροχή των καλύτερων δυνατών 
υπηρεσιών.
2. Περιπτωσιολογία επεμβάσεων στο έργο της  νοσηλευτικής υπηρεσίας
α. Επέμβαση ιατρών στη λειτουργία της νοσηλευτικής υπηρεσίας
 Σε ορισμένα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας παρατηρείται το φαινόμενο ιατροί να απαιτούν από τη  διοίκηση την μετακίνηση Νοσηλευτικού προσωπικού. Οι ενέργειες αυτές αποτελούν παράνομες   επεμβάσεις στο έργο της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας και καταδεικνύουν το αντίθετο της διάθεσης  προσφοράς στον ασθενή, δημιουργώντας αναιτίως εμπόδια στην ορθή και αποτελεσματική λειτουργία των φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας και υποτιμώντας τον επιστημονικό ρόλο των Νοσηλευτών. 
Όταν γίνεται λόγος για θεραπευτήρια και νοσηλευτικά ιδρύματα, πρέπει εξ ορισμού να γίνεται  λόγος για συλλειτουργούς και συνοδοιπόρους που συνυπηρετούν τον ασθενή, χωρίς να υποτιμούν  το ρόλο του συνεργάτη τους και κυρίως χωρίς να  πραγματοποιούν επίδειξη ισχύος. η αμφισβήτηση  του ρόλου των λοιπών επιστημόνων μιας μονάδας  αποτελεί αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος  υγείας, το οποίο είναι αδύνατον να λειτουργήσει  αν ελλείπουν κάποια κομμάτια του.
Αιτήματα για εσωτερική μετακίνηση νοσηλευτών  συχνά υποβάλλονται και από ιατρούς- διευθυντές  Κλινικών και μονάδων, κατ’ επίκληση του άρθρου  7 παρ. 9 α του Ν. 2889/2001, κατά το οποίο:: «Ο διευθυντής του τμήματος είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του τμήματος. Ειδικότερα: α) Συντονίζει τη λειτουργία όλου του προσωπικού, ιατρικού,  νοσηλευτικού, παραϊατρικού και διοικητικού, που  εργάζεται στο τμήμα του». 
Η διάταξη αυτή έχει την έννοια  ότι ο διευθυντής Τμήματος συντονίζει το προσωπικό που υπηρετεί στο Τμήμα του αποκλειστικά και μόνο υπό την έννοια της «λειτουργικής» εποπτείας, ήτοι με σκοπό την καλή και χωρίς προβλήματα λειτουργία αυτού. Σε καμία περίπτωση ο «συντονισμός λειτουργίας» αυτός δεν σχετίζεται με την υπηρεσιακή κατάσταση (πχ μετακινήσεις) των υπαλλήλων. Το προσωπικό που «συντονίζει» εξακολουθεί να ανήκει στην Υπηρεσία που ανήκει (διοικητική/νοσηλευτική κλπ) και να εποπτεύεται από αυτή και μόνο. η παροχή της δυνατότητας «συντονισμού  λειτουργίας» και μόνο δεν καθιστά τον διευθυντή Τμήματος Προϊστάμενο των υπαλλήλων που υπηρετούν στο τμήμα αυτό και δεν αφαιρεί από τους διευθυντές των  Υπηρεσιών ουδεμία εκ των αρμοδιοτήτων τους. Η νοσηλευτική υπηρεσία είναι αδιαμφισβήτητα  η αποκλειστικά αρμόδια της για όλα τα θέματα που συνέχονται με την υπηρεσιακή κατάσταση  του νοσηλευτικού προσωπικού και τη στελέχωση των τμημάτων του νοσοκομείου με νοσηλευτικό προσωπικό.
Κατά συνέπεια και αυτά τα αιτήματα αποτελούν παράνομη και αδικαιολόγητη παρέμβαση των ιατρών στο έργο και τις αρμοδιότητες της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας, κατά παράβαση των διατάξεων  που καθορίζουν την αυτοτέλειά της,

Με βάση όσα αναφέραμε  ζητούμε να μην πραγματοποιηθεί  η μετακίνηση του συγκεκριμένου νοσηλευτή, η οποία συν τοις άλλοις αποτελεί μια συνδικαλιστική δίωξη με στόχο τη φίμωση εις βάρος ενός νοσηλευτή  που έχει αξιόλογη συνδικαλιστική δράση για τα δικαιώματα των συναδέλφων του.
Για το ΔΣ
η πρόεδρος

Ελπίδα Τζημούλη