Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Επιστολή προς το ΓΝΑΝ για την ανάθεση αιμοληψιών σε νοσηλευτές

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΕΣΥ
ΝOMOY ΛΑΣΙΘΙΟΥ
Κνωσού 4 Άγ. Νικόλαος
synolas@gmail.com

ΠΡΟΣ : 1) το διοικητή Γ.Ν. ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΝ. Κ.Υ. ΙΕΡΑΠΕΤΡΑς, ΓΝ -ΚΥ ΣΗΤΕΙΑΣ κ. Μ. Μακρονικολάκη

            2) ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Ν.Υ. ΤΟΥ Γ.Ν.Α.Ν.

            3) Νοσηλευτικό προσωπικό ΓΝΑΝ

Θέμα: « Παράνομη η  ανάθεση αιμοληψιών σε νοσηλευτές»
  7/8/14

 Η διενέργεια αιμοληψίας σε νοσηλευόμενο ασθενή αποτελεί καθημερινό φαινόμενο στα Νοσοκομεία όλης της χώρας. Πρόκειται για μια διαδικασία που οφείλει να ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες, ενώ, ως υπαλληλική αρμοδιότητα, ανατίθεται εκ του νομοθέτη σε συγκεκριμένο προσωπικό. Δεν είναι, ωστόσο, λίγες οι φορές, όπου η αιμοληψία, ανατίθεται παρανόμως σε Νοσηλευτές και Νοσηλεύτριες. Δοθέντος ότι η ανωτέρω εντελώς αυθαίρετη και παράνομη τακτική τείνει, σε πολλές περιπτώσεις, να λάβει γενικευμένο χαρακτήρα, ώστε ατύπως να μετατραπεί σε κανόνα γενικής και αμέσου εφαρμογής, ο Σύλλογος Νοσηλευτών ΕΣΥ αισθάνεται χρέος της να παρέμβει επί του ζητήματος, επισημαίνοντας τα κάτωθι :
 Όπως είναι γνωστό, τα καθήκοντα, οι αρμοδιότητες και τα επαγγελματικά δικαιώματα του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων είναι προσδιορισμένα νομοθετικώς κατά κλάδο και ειδικότητα. Κατ’αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο πλέον ορθολογικός τρόπος κατανομής εργασιών, που στηρίζεται στην εξειδίκευση κάθε υπαλλήλου με βάση τα τυπικά προσόντα του. 
Στο πλαίσιο  της ανωτέρω ορθολογικής διαχείρισης  του ανθρώπινου δυναμικού κατά κλάδο, εξεδόθη το Προεδρικό Διάταγμα 351/1989, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων των τμημάτων Νοσηλευτικής, ήτοι όσων φέρουν τον νομοθετικώς κατοχυρωμένο επαγγελματικό τίτλο του Νοσηλευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5§2Α του Νόμου 1579/1985.
Το άρθρο 1 του  εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος, περιγράφει τα συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα που απονέμονται στους Νοσηλευτές.
Τονίζεται, ότι η απαρίθμηση είναι ειδική και περιοριστική, μη επιδεχόμενη, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε διασταλτική ερμηνευτική εκδοχή.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ότι μεταξύ των ρητώς περιγραφομένων επαγγελματικών δικαιωμάτων των Νοσηλευτών του άρθρου 1 δεν συγκαταλέγεται η αιμοληψία. Η εν λόγω πράξη εκφεύγει, λοιπόν, του κύκλου των καθηκόντων των Νοσηλευτών, σύμφωνα με την ρητή βούληση του νομοθέτη.

Η μοναδική εξαίρεση που θα μπορούσε να συναχθεί ερμηνευτικώς, υπαγόμενη στην περίπτωση της παραγράφου 2.2.1, αφορά την εφαρμογή πρωτοκόλλου επειγουσών ενεργειών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί κάποιο οξύ συμβάν. Με άλλα λόγια, δύναται Νοσηλευτής να επιφορτιστεί με την διενέργεια αιμοληψίας μόνον σε περίπτωση οξέος συμβάντος, κατά την διαδικασία εφαρμογήςπρωτοκόλλου επειγουσών ενεργειών (φυσικές καταστροφές κτλ). Όπως γίνεται αντιληπτό, η διενεργούμενη στο αμέσως παραπάνω πλαίσιο αιμοληψία εκ μέρους Νοσηλευτών, αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό κανόνα περί επαγγελματικών δικαιωμάτων των Νοσηλευτών, όπως αυτός καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Προεδρικού Διατάγματος 351/1989. Ως εξαίρεση, τεκμαίρεται ότι θα πρέπει να τυγχάνει περιορισμένης εφαρμογής, ώστε να επιβεβαιώνεται ο κανόνας που επιβάλλει την μη ανάθεση διενέργειας αιμοληψιών στους Νοσηλευτές.

Περαιτέρω, τονίζεται ότι η διενέργεια αιμοληψίας δεν δύναται να θεωρηθεί αρμοδιότητα των Νοσηλευτών με βάση την διάταξη του άρθρου 1§3.5 του Π.Δ. 351/1989, καθώς η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε «κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που εμφανίζεται στο αντικείμενο της ειδικότητάς τους με την εξέλιξη της τεχνολογίας». Είναι προφανές, ότι η συγκεκριμένη διάταξη επιχειρεί να προκαταλάβει τις όποιες τεχνολογικές ή επιστημονικές εξελίξεις που πρόκειται να επακολουθήσουν και που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την διενέργεια των νοσηλευτικών πράξεων. Συνεπώς, με την διάταξη αυτή δεν δύναται να προστεθεί η αιμοληψία στα επαγγελματικά καθήκοντα των Νοσηλευτών, καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία υπάρχει και εφαρμόζεται παλαιόθεν. 

Τα ανωτέρω  ερμηνευτικά πορίσματα επανέλαβε  στο διατακτικό της και η υπ’αριθμ. 2264/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε μετέπειτα από την υπ’αριθμ. 4978/1997 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικώς τα ακόλουθα :
Η εργασία των  τεχνολόγων – παρασκευαστών είναι και η διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων, η οποία αρχίζει με την λήψη αίματος και γίνονται και οι δύο (αιματοληψία και αιματολογική εξέταση) με την επίβλεψη και την ευθύνη των ιατρών που έχουν την ειδικότητα αυτή και οι οποίοι δίδουν τις απαραίτητες οδηγίες και κατευθύνσεις στους τεχνολόγους - παρασκευαστές, όταν παραστεί ανάγκη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι τεχνολόγοι – παρασκευαστές έχουν τις κατάλληλες γνώσεις εφόσον είναι απόφοιτοι σχολών αυτής της ειδικότητας, αλλά έχουν και την εμπειρία, λόγω της καθημερινής σε μεγάλο αριθμό λήψης αίματος και αιματολογικών εξετάσεων. Επιπλέον, από τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 467/1987, προκύπτει ότι οι τεχνολόγοι – παρασκευαστές επιτελούν κάθε αιμοληψία που γίνεται στο νοσοκομείο όπου υπηρετούν χωρίς να γίνεται διάκριση για εξωτερικούς ασθενείς και για εσωτερικούς, δηλαδή ασθενείς που βρίσκονται στους θαλάμους αυτού.

Όπως σαφώς  προκύπτει από το σκεπτικό της  εφετειακής απόφασης, η αιμοληψία  στο χώρο των νοσοκομείων αποτελεί  αρμοδιότητα των τεχνολόγων – παρασκευαστών και όχι των Νοσηλευτών.
Ενόψει των  ανωτέρω, η αιμοληψία δεν εμπίπτει στο πεδίο των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του κλάδου των Νοσηλευτών. Επιπροσθέτως, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η αιμοληψία είναι περιγεγραμμένη και κοστολογημένη ιατρική πράξη (Π.Δ 427/1991), γεγονός που δεν αφήνει ερωτηματικά περί της αρμοδιότητας ή όχι και των ιατρών αναφορικά με τη διενέργεια των αιμοληψιών.

 Εντεύθεν, οι Νοσηλευτές, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 30§1 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 2683/1999), σύμφωνα με το οποίο «ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή της ειδικότητάς του», δεν υποχρεούνται στη διενέργεια ή τη συμμετοχή στο έργο των αιμοληψιών. Άλλωστε, η εκτέλεση των καθηκόντων αφορά την άσκηση της αρμοδιότητας, δηλαδή της εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπάλληλο.
Πρόκειται δηλαδή και για δημόσιο δικαίωμα, αφού η αρμοδιότητα αποτελεί λειτουργικό δικαίωμα. Ως εκ τούτου, ουδείς προϊστάμενος δικαιούται να επιφέρει μεταβολή στην άσκηση των καθηκόντων των υφισταμένων του υπαλλήλων, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος.

Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 30§2,3 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, σε περιπτώσεις επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλο τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντά του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση. Η κατά την παρ. 2 ανάθεση επιτρέπεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μήνες και μετά από αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου έως έξι (6) μήνες ακόμη.
Όπως σαφώς  προκύπτει, αναγκαία προϋπόθεση για  την ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων άλλου κλάδου ή άλλης ειδικότητας  είναι η ύπαρξη επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης, δηλαδή ανεπίδεκτης αναβολής λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της, καθώς και η αδυναμία κάλυψης της εν λόγω ανάγκης με άλλο τρόπο, δηλαδή ανυπαρξία ή πρόσκαιρη αδυναμία αρμόδιου υπαλλήλου για να αντιμετωπισθεί η ανάγκη.

Η παράγραφος 3 του άρθρου 30 θέτει απαράβατα όρια διάρκειας της ανάθεσης. Η τυχόν παράνομη συνέχιση της ανάθεσης πέραν των θεσπισμένων ανώτατων χρονικών ορίων θεμελιώνει αστική ευθύνη ένεκα παράνομου εξαναγκασμού του υπαλλήλου σε παροχή πρόσθετης εργασίας (Διοικητικό Εφετείο Πατρών 25/1995).
Είναι σαφές, ότι  η ανάθεση κάθε εργασίας σχετικής με αιμοληψία σε Νοσηλευτή, διέπεται σε κάθε περίπτωση από τις περιοριστικές διατάξεις του άρθρου 30 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.

Με βάση τις  παραπάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογιακά πορίσματα, ο  Σύλλογος Νοσηλευτών ΕΣΥ ν. Λασιθίου  τονίζει για ακόμη μια φορά ότι η διενέργεια αιμοληψιών δεν αποτελεί καθήκον ή αρμοδιότητα των Νοσηλευτών. Οποιαδήποτε αντίθετη πρακτική, που καθιερώνει την συστηματική ανάθεση αιμοληψιών σε Νοσηλευτές, είναι παράνομη και καταχρηστική, ενώ αντιβαίνει πλήρως το εκ της υπ’αριθμ. 4978/1997 απόφασης του Εφετείου Αθηνών απορρέον δεδικασμένο.

   Για το Διοικητικό Συμβούλιο
η πρόεδρος        ο Γραμματέας


Ελπίδα Τζημούλη        Γιώργος Μανουσάκης